ψυχογραφία — Η γραφική απεικόνιση των ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ύστερα από ψυχολογική εξέτασή του. Η ψ. επιτυγχάνεται με την έρευνα της όλης προσωπικότητας του ατόμου και τον καθορισμό των ουσιωδών γνωρισμάτων και χαρακτηριστικών του. Με την έρευνα των… … Dictionary of Greek
ψυχογραφικός — ή, ό, Ν [ψυχογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογραφία … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
ψυχογράφος — ο, η, Ν ειδικός που διενεργεί ψυχογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + γράφος*] … Dictionary of Greek
Κονδυλάκης, Ιωάννης — (Βιάννος Κρήτης 1862 – Ηράκλειο 1920). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Οι γυμνασιακές σπουδές του στην Κρήτη και στην Αθήνα προχώρησαν άτακτα και ανώμαλα. Σε ηλικία 23 ετών, «μυστακοφόρος και σοβαρός», όπως αναφέρει θυμοσοφικά κάπου ο ίδιος, ήταν… … Dictionary of Greek
Μαρκετάκη, Τώνια — (Ανδραβίδα Ηλείας 1942 – 1994). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι (IDHEC). Εργάστηκε αρχικά ως δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου και το 1967 στράφηκε στη σκηνοθεσία, παρουσιάζοντας τη μικρού μήκους ταινία… … Dictionary of Greek
Νικόδημος — I Ποιητής από την Ηράκλεια. Στην Παλατινή Ανθολογία σώζονται επτά επιγράμματα του, που ονομάζονται ανακυκλικά (το νόημά τους δεν μεταβάλλεται ακόμη κι αν οι λέξεις διαβαστούν με την ανάποδη σειρά). II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1 … Dictionary of Greek
ψυχογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)